κατασκορπίζω

κατασκορπίζω
και κατασκορπώ, -άω (AM κατασκορπίζω)
σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω
νεοελλ.
κατασπαταλώ, εξανεμίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασκορπιζομένη — κατασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκορπιζομένης — κατασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκορπιῶ — κατασκορπίζω scatter abroad fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόρπισμα — το [κατασκορπίζω] 1. σκόρπισμα πραγμάτων εδώ κι εκεί 2. κατασπατάληση, ξόδεμα χωρίς περίσκεψη …   Dictionary of Greek

  • κατασπαταλώ — και κατασπαταλάω κατασπατάλησα, κατασπαταλήθηκα, κατασπαταλημένος, σπαταλώ αλόγιστα, καταδαπανώ, κατασκορπίζω: Κατασπατάλησε όλη την περιουσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”